υποψία

υποψία
η / ὑποψία, ΝΜΑ, και ιων. τ. ὑποψίη, και ὑφοψία, Α [ὕποπτος]
το να υποπτεύεται κανείς κάποιον ή κάτι, έλλειψη εμπιστοσύνης, υπόνοια, δυσπιστία, αμφιβολία (α. «έχω υποψίες ότι δεν είναι αυτός που φαίνεται» β. «ὑποψίας μεστός», Λυσ.)
αρχ.
1. ζηλότυπη επικριτική επαγρύπνηση («τὴν πρὸς ἀλλήλους τῶν καθ' ἡμέραν ἐπιτηδευμάτων ὑποψίαν», Θουκ.)
2. φόβος, ανησυχία, αγωνία
3. καθετί το φοβερό («ἡδὺς ὁ βίος, τὸ ζῆν γλυκύ, τὸ θανεῑν ὑποψία», επιγρ.)
4. φρ. α) «ὑποψίαν λαμβάνω κατά [ή ὑπέρ] τινος» και «δι' ὑποψίας ἔχω τινά» — υποψιάζομαι κάποιον
β) «ὑποψία γίγνεται [ή εισέρχεται] τινι» — γεννιέται υποψία εναντίον κάποιου
γ) «εἰς ὑποψίαν καθίστημί τινα» — φέρνω κάποιον σε υπόνοια (Θουκ.)
δ) «ἡ πρώτη ὑποψία»
αστρον. η πρώτη φορά που ο παρατηρητής έχει την εντύπωση ότι είδε την αναλαμπή ενός αστέρα που ανατέλλει (Πτολ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ὑποψία — ὑποψίᾱ , ὑποψία suspicion fem nom/voc/acc dual ὑποψίᾱ , ὑποψία suspicion fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποψίᾳ — ὑποψίαι , ὑποψία suspicion fem nom/voc pl ὑποψίᾱͅ , ὑποψία suspicion fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υποψία — η το να υποπτεύεται κανείς κάτι, έλλειψη εμπιστοσύνης, αμφιβολία με ανησυχία, υπόνοια: Αυτός συγκεντρώνει τις υποψίες για το έγκλημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑπόψια — ὑπόψιος viewed from beneath neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποψίας — ὑποψίᾱς , ὑποψία suspicion fem acc pl ὑποψίᾱς , ὑποψία suspicion fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποψίαι — ὑποψία suspicion fem nom/voc pl ὑποψίᾱͅ , ὑποψία suspicion fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποψίαν — ὑποψίᾱν , ὑποψία suspicion fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποψιῶν — ὑποψία suspicion fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποψίαις — ὑποψία suspicion fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποψίην — ὑποψία suspicion fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”